
Δεν ξέρω τι σημαίνει ψυχαναλυτικά, όμως όταν σε καιρούς αμφίβολους, αναζητώ υποσυνείδητα ένα μέρος να βρω ασφάλεια, πάντα αυτό το μέρος είναι το χτες.
Περπατώντας σε παράλληλο της Συγγρού λίγο πριν το ρομαντικό σούρουπο, πιάνω τον εαυτό μου να ψάχνει μουσικές στο Spotify από τα περασμένα 90ς και 80ς. Οκ, είναι fun αυτές οι μουσικές. Είναι συνήθως οι ίδιες που επιλέγουμε μέχρι σήμερα για πάρτι (όταν κάποτε γίνονταν πάρτι).
Δεν είναι όμως το ντιριντάχτα αυτό που με ελκύει αν και ευτυχώς έχουν μπόλικο και από αυτό. Δεν είναι καν θέμα στίχων που με κινητοποιούν συναισθηματικά. Αυτά τα κομμάτια ακούγονται στα αυτιά μου ως ένα όλον, δεν τα ξεχωρίζω σε στίχο και μελωδία, ούτε καν μεταξύ τους μπορεί. Αυτό το όλον λοιπόν το αδιαίρετο, είναι ένας τόπος που συχνά επισκέπτομαι για να προστατευτώ. Γεννηθείσα το 1982, είναι μάλλον προφανές ότι όλα αυτά τα κομμάτια που τότε έπαιζαν στο ραδιόφωνο και σιγοτραγουδούσαν οι άνθρωποι, με μαλακώνουν γιατί βρίσκω στον ήχο τους μια μαξιλαρένια πατριδούλα για τις στιγμές που χαώνομαι. Τη γνωστή αυτή πατρίδα, τη μόνη, των παιδικών μου χρόνων.
Μόνο να εικάζω μπορώ, ότι οι γεννημένοι νωρίτερα ή αργότερα, έχουν τις αντίστοιχες χρονικά πατριδομαξιλάρες μουσικής.
Να σημειώσουμε εδώ το εξής ενδιαφέρον: Αυτά τα κομμάτια, δεν είναι τα αγαπημένα μου. Δεν είναι οι μουσικές που ακούω όταν πονάω ή όταν χαίρομαι ή όταν ερωτεύομαι ή όταν τέλοσπαντών ζω κάτι που θεωρώ ότι του αξίζει ένα μεγαλειώδες soundtrack. Αυτές τις μουσικές τις ακούω συνήθως όταν περπατάω, όταν θέλω να αδειάσω το κεφάλι μου και να νιώσω ένα γνώριμο χάδι ασφάλειας και φροντίδας. Ίσως γιατί για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο, μου θυμίζουν μια συγκεκριμένη κεντητή δαντέλα που ήταν τότε της μόδας για παιδάκια της ηλικίας μου και μου αγόραζε η μαμά μου για να με ντύνει.
Επίσης ενδιαφέρον, αυτά τα τραγούδια δεν ήταν αγαπημένα ούτε της μαμάς, ούτε του μπαμπά μου. Δεν είναι ας πούμε ότι με αυτά με νανούριζαν ή αυτά ακούγονταν στο σπίτι μου και έτσι κάπως μοιραία εντυπώθηκαν.
Είναι απλά κάποια από τα hits που ακούγονταν τις δεκαετίες που ήμουν παιδί. Δεν μου τα σύστησε κάποιος δικός μου ως references που με ακολουθούν στη ζωή μου ως παγιωμένες πια μουσικές προτιμήσεις. Απλά μου θυμίζουν δύο δεκαετίες που μάλλον τα πράγματα για μένα ήταν λίγο πιο γνώριμα, λίγο λιγότερο σύνθετα.
Ακούγοντάς τα μου δημιουργείται μια νοσταλγική αίσθηση για μια εποχή λιγότερο απαιτητική (για μένα ε;), μια εποχή που η τοξικότητα αυτού του κόσμου υπήρχε, αλλά εγώ δεν την κατάπινα όπως την καταπίνω τώρα ως ενήλικη. Δεν είχα ανησυχίες για το τι θέλω να κάνω με τη ζωή μου και αν με πληρούν οι επιλογές μου, ούτε πυρηνικές καταστροφές, όπως ο θάνατος της μάνας μου. Η μάνα μου τότε είχε μάλλον φτιάξει φακές και συναντιόμασταν σπίτι εγώ από το σχολείο και εκείνη από τη δουλειά και τις τρώγαμε. Και αυτό ήταν τόσο κανονικό, δεδομένο και αιώνιο όσο η δύση και η ανατολή του ήλιου.
Ευνοήτως, τότε κάποιος άλλος έπαιζε μπάλα για μένα. Δεν είχα βάρος μεγάλων αποφάσεων. Δεν είχα ακραίες απαιτήσεις από τον εαυτό μου, ούτε ένιωθα τις προσδοκίες των γύρω και του κόσμου. Τι διάολο, τότε απλά ήμουν παιδί.
Σε μια εποχή εγκλεισμού και βαθιάς κρίσης οικονομικής, κοινωνικής, συναισθηματικής & πνευματικής, που η αβεβαιότητα είναι στο ζενίθ της, που είναι δύσκολο εξωτερικά να ρουφήξεις ερεθίσματα και έμπνευση οπότε τελικά επιστρέφεις μόνο μέσα για να πάρεις δύναμη, το να ακούω την Πωλίνα να περιγράφει διακοπές στις Σεϋχέλλες φαντάζει τρελή ουτοπία ευτυχίας. Όχι λόγω προορισμού. Λόγω του ότι η εποχή τότε στα παιδικά μου μάτια αλλά και στα τωρινά τα ενήλικα, φαντάζει σαν μια εποχή που χαλαρά μπορούσες αν ήθελες να πουλήσεις το αμάξι και να την κάνεις για μέρη εξωτικά. Ή να μιλάς ή να μη μιλάς για καλοκαίρια, ακρογιαλιές και αστέρια. Και πάλι, δεν είναι η καλοκαιρινή εσάνς εδώ. Είναι ότι εγώ αυτό το τραγούδι το άκουγα σε πάρτι δημοτικού στο σπίτι της συμμαθήτριας μου της Μαρίας που μέναμε ένα δρόμο απόσταση και μετά το τέλος του πάρτι, γύρναγα σπίτι μου και όλα ήταν προκαθορισμένα.
Ακούω τραγούδια του Ρακιντζή που ποτέ δεν συμπαθούσα τότε και ο ρυθμός, μα είναι εντυπωσιακό, με καθησυχάζει. Δεν τα επέλεξα αυτά τα τραγούδια, το Bon Voyage έμαθα ότι λέγεται έτσι τώρα, τότε δεν το ήξερα. Απλά μάλλον κολύμπαγε μέσα μου, σαν όχι σοβαρή ανάμνηση. Και είναι αυτό μάλλον. Οργανικά εντάχθηκαν μέσα μου αυτά τα ακούσματα όχι συνδεδεμένα με κάτι που με εξιτάρει θετικά ή αρνητικά. Είναι από ό,τι φαίνεται κομμάτι της παιδικής μου οπτικής, του τότε φίλτρου κανονικότητας μου. Παιδικού όχι εφηβικού. Άλλα τραγούδια εκεί, πιο σημαντικά. Όχι όχι. Δεν μου χρειάζονται άλλα σημαντικά να νιώθω αυτό το διάστημα. Έχω μπόλικα.
Ο οργανισμός μου ψάχνει κάτι ανώδυνο, μη συναισθηματικά φορτισμένο, άντε με μια απαλή δόση νοσταλγίας και σιγουριάς μαμαδίστικης. Δεν θέλω να εξιταριστώ άλλο. Είμαι φουλ εξιταρισμένη. Δεν θέλω ένταση ή γοητεία ή ενθουσιασμό. Απαλότητα θέλω και ασφάλεια ρουτίνας. Κάτι ήσυχο που να μου είναι οικείο και να μη ζητά από εμένα να αισθανθώ βαθιά, να απορώ ή να ψάχνομαι. Απλά λίγο να με ξεκουράσει από ευθύνες και να με κάνει να θυμηθώ εποχές που στην πραγματικότητα ίσως δεν ήταν και πολύ διαφορετικές.
Και τότε τραβιόντουσαν οι άνθρωποι και τότε είχαν θέματα και σκάνδαλα και ιστορίες και απωθημένα και μύρια δεινά. Εγώ όμως ήμουν παιδί. Και δεν είναι ότι είχα πια την τελειότερη παιδική ηλικία. Είχα όμως μια αίσθηση ότι όλα θα είναι έτσι πάντα και ότι πάντα όλη μου η ζωή θα ήταν ουουου 60-70 χρόνια μπροστά μου, οπότε μπορώ λίγο να ησυχάσω κάτω από το παιδικό μου πάπλωμα. Κανείς, ούτε καν ο ίδιος μου ο εαυτός δεν περίμενε από μένα σε αυτή την ηλικία μεγάλα επιτεύγματα (μαμά, μπαμπά, τι λέτε γι΄αυτό;).
Οι περισσότεροι μάλλον τότε ήθελαν, να τρώω (που έτρωγα), να είμαι υγιής (που ήμουν), άντε και να διαβάζω. Αν παρουσίαζα ενδιαφέρον αξιοσημείωτο σε οτιδήποτε άλλο, κατοχυρωνόταν ως χάρισμα πχ κοίτα πώς γράφει, έχει ταλέντο στο γράψιμο. Τώρα στην ηλικία που είμαι, έχω δεν έχω χάρισμα στο γράψιμο, αν δεν το καλλιεργήσω, αν δεν το εξωστρέψω, το ίδιο μου κάνει. Θα το γνωρίζω μόνο εγώ.
Σε αυτές τις ζοφερές εποχές που περνάμε, μου λείπει η παιδική αυτή ασφάλεια του χτες. Αυτά που έβλεπαν τα μάτια μου και αυτά που άκουγαν τα αυτιά μου και πέρναγαν στο ντούκου ως κανονικά. Κάτι όμως κατέγραφε. Το θυμικό μου.
Και επειδή χρόνια τώρα ζω σε άλλες πόλεις και όχι σε αυτή που μεγάλωσα, οπότε τα μάτια μου βλέπουν άλλα, επιστρέφω μάλλον σε αυτά που άκουγαν τα αυτιά μου.
Με ζεσταίνουν αυτές οι μουσικές. Γι΄αυτό ξαφνικά τις θυμήθηκα στην τωρινή μου φάση.
Γιατί μάλλον κρυώνω πολύ λόγω πολλών θεμάτων και αυτή η ζέστη είναι δώρο.
Τι καλά που υπάρχει. Και ας μην είναι οι στίχοι ποιήματα και οι ήχοι αθάνατοι.
Και ας είναι απλά αυτό που είναι. Μουσικές μαξιλαροπατρίδες της παιδικής μας ηλικίας. Ο καθένας με τις δικές του μικρές, ασήμαντες και πουπουλένιες.
Πόσο ανάγκη έχουμε να ξαπλώσουμε σε μια τέτοια να ξεκουραστεί το μυαλό μας για λίγο Θεέ μου.
Ιωάννα.