Η μοναξιά της Εθνικής.
Όταν έχεις γεννηθεί και μεγαλώσει σε ένα άλλο μέρος και για κάποιο λόγο η ζωή τα έφερε έτσι ώστε να ζεις στην Αθήνα, δύο είναι τα κυρίαρχα από τα πολλά πράγματα που μαθαίνεις εξαιρετικά καλά. Το ένα είναι, ότι η συγκεκριμένη πόλη διέπεται από μια ενδογενή δημοκρατία. Αυτή η δημοκρατία ουδόλως σχετίζεται με πολιτικές προσεγγίσεις. Κυρίως αφορά το γεγονός, ότι σε αυτή την πόλη, όποιος και να είσαι, ό,τι και να σου αρέσει, κάπου θα βρεις έναν τόπο ν΄ακουμπήσεις. Πιο συγκεκριμένα. Μπορεί να είσαι ας πούμε, μεσήλιξ νοσταλγός του ροκ εντ ρολ. Μπορεί να είσαι 16χρονο χιπστέρι, 35χρονο πανκιό, μπορεί να είσαι φανατισμένος κρεατοφάγος, vegan λάτρης του motocross, να συλλέγεις πορσελάνινες κούκλες και τα βράδια να θες ν΄ακούς Γονίδη για να κοιμηθείς. Αν υποθέσουμε ότι δεν είσαι κατατρεγμένος πρόσφυγας ή κανένας φτωχοδιάβολος επίσης κατατρεγμένος από τα δαιμόνια σου, τότε λύσεις για σένα υπάρχουν. Θα βρεις ένα απανέμι για να φας το είδος φαγητού που σου αρέσει. Θα βρεις ένα τραπεζάκι για ν΄ακούσεις τη μουσική που ποθείς. Θα βρεις μια παράσταση που σου πάει, ένα δρομάκι που θα ερωτευτείς, μία μπουτίκ που θα φέρνει μπλουζάκια στο στυλ σου, ένα χώρο τέχνης που θα χαϊδεύει το ιδιαίτερο πνεύμα σου. Τουλάχιστον σε σχέση με άλλες μικρότερες πόλεις της χώρας.
Αν είσαι τυχερός, μπορείς να βρεις και άλλους vegan που λατρεύουν το motocross και να τρέχετε όλοι μαζί με τις μηχανές σας στο ηλιοβασίλεμα. Όπου αλλού σας ευχαριστεί παιδιά, εκτός από την εθνική. Και πάμε στο δεύτερο πράγμα που μαθαίνει κανείς καλά όταν ζει στην Αθήνα. Οι εθνικές οδοί, σε γενικές γραμμές, είναι φτιαγμένες για να βοηθάνε τις μετακινήσεις των κατοίκων της εκάστοτε πόλης. Η ουσία της ύπαρξης τους είναι να διευκολύνουν τη ρημάδα τη διέλευση των ανθρώπων από και προς διάφορα σημεία. Αυτά είναι της πρώτης δημοτικού αλλά να τα λέμε που και που για να θυμόμαστε ότι αυτή είναι η Λόλα αυτό το μήλο και όχι τούμπαλιν. Δεν ξέρω τι παίζει σε αυτή την πόλη. Μάλλον είμαστε πολλοί και όλοι αδιάκοπα πάμε και ερχόμαστε από και προς κάπου.
Γιατί η σύγχρονη εννοιολογική ερμηνεία της εθνικής οδού μάλλον θα πήγαινε κάπως έτσι: Ένας πλανήτης ανάμεσα στο τώρα και στο μεθαύριο που ζούμε όλοι μαζί και εντελώς χώρια τις ημέρες μας και ψυχαναλυτικά ισοδυναμεί με το all time classic υπαρξιακό «πού πάμε;». Πού πάμε όλοι εμείς που κάθε μέρα περνάμε ώρες στην εθνική; Πού πάμε σαν άνθρωποι, σαν οντότητες, πού πάμε; Έχω καπνίσει αμέτρητα τσιγάρα στην εθνική. Έχω φάει μπανάνες, σάντουιτς και μία φορά σταματημένη για καμία ωρίτσα έβγαλα κουταλάκι και έφαγα και μερικά γιουβαρλάκια. Θα μπορούσα να το έκανα και με το χέρι, πιστέψτε με. Έχω ακούσει κλασική μουσική αναζητώντας το χαμένο μου ζεν, έχω ακούσει Nirvana σε έξαλλη κατάσταση, έχω ακούσει ζεϊμπέκικα έχω μερακλώσει, έχω ακούσει το συνάδελφο που συχνά πηγαίνουμε παρέα στη δουλειά να μου μιλάει για τα παιδικά του χρόνια, έχω σκεφτεί τη ζωή μου, έχω κλάψει πικρά (αυτό καλύτερα να λείπει), έχω τραγουδήσει σχεδόν κάνοντας χορογραφία (και αυτό εδώ που τα λέμε), έχω πάρει αποφάσεις, έχω μετανιώσει για επιλογές, έχω ζήσει μια ακόμα μικρούλα ζωή δίπλα στην κανονική μου, εκεί. Στην εθνική, με τα φώτα νυσταγμένα και βαριά.
Δεν είναι ο χαμένος χρόνος αυτό που στη σβουράει αποκλειστικά. Είναι οι ώρες, οι μέρες, οι μήνες που μόνος μέσα στο μικρό διαστημόπλοιό σου πατάς φρένο και γκάζι ανά μισό δευτερόλεπτο και αναλύεις ξανά και ξανά στο μυαλό σου πράγματα που τελικά κανένας λόγος δεν υπάρχει να σκέφτεσαι. Γιατί εκείνη τη στιγμή υπό κάποιες λίγο πιο κανονικές μη εθνικής μοναξιάς συνθήκες, θα ήμασταν σπίτι, ή θα βγάζαμε βόλτα το σκύλο μας, ή θα κάναμε έρωτα ή θα πίναμε κανένα καφεδάκι ή θα ήμασταν στο γυμναστήριο ή τέλοσπάντων θα γεμίζαμε τη μπανιέρα μας και θα πέφταμε μέσα χωρίς πολλές πολλές αναλύσεις παιδιά. Αυτό λοιπόν είναι μάλλον το τρίτο πράγμα που πολλοί από εμάς που δεν γεννηθήκαμε και δεν μεγαλώσαμε στην Αθήνα, γνωρίζουμε πλέον εξαιρετικά καλά. Κάποια μέρα, θ΄ανοίξουμε την πόρτα του διαστημόπλοιου και θα φύγουμε από την εθνική. Μπορεί με τα πόδια, μπορεί με πλοίο ή και με αεροπλάνο. Αυτό το δρομολόγιο στον ατομικισμό έχει ημερομηνία λήξης συγκεκριμένη.
Μέχρι τότε, δέστε τις ζώνες σας παρακαλώ και μη βρίζετε. Ή αν βρίζετε, έχετε κλειστά τα παράθυρα. Αυτό κάνουμε και εμείς.
Ιωάννα.