Στέλνω στην αδελφή μου ηλίθια βιντεάκια με σκυλιά ή γατιά ή μωρά. Είναι σαν να της λέω χωρίς να της λέω: «Θέλω να σου δώσω τρυφερότητα». Εκείνη συνήθως μου απαντάει με παρόμοια και μου λέει χωρίς να μου λέει: «Βλέπω την τρυφερότητα που μου δίνεις και την ανεβάζω σε αγάπη».
Κοιτάζω τη φωτογραφία της όταν ήταν μωρό, που έχω μαζί με τους υπόλοιπους πίνακες. Για ώρα.
Βάζω συγκεκριμένους σταθμούς στο ραδιόφωνο ενώ οδηγώ. Και πάντα παίζει ένα κομμάτι που πρέπει να παίξει. Και πάντα νομίζω ότι επίτηδες έπαιξε το συγκεκριμένο κομμάτι.
Παραγγέλνω να φάω αηδίες απέξω. Και μετά παραγγέλνω pancakes. Ίσως και δύο διαφορετικά είδη.
Βλέπω Netflix μέχρι τις 5 το πρωί τρώγοντας όλα τα παραπάνω.
Θυμώνω και φέρομαι απότομα.
Βλέπω ενώ περπατάω φύλλα σε σχήμα καρδούλας ή άλλα σημάδια στο δρόμο σε σχήμα καρδούλας. Και αν δεν είναι έτσι ακριβώς, εγώ πιστεύω ότι έτσι είναι.
Κλαίω.
Της γράφω μηνύματα στο Facebook. Πριν κάποιους μήνες έμπαινα από το λογαριασμό της και μου απαντούσα σε αυτά τα μηνύματα.
Ακούω στο repeat το “Vocalise” από Rachmaninov και το “Έχω έναν καφενέ” του Νταλάρα.
Πηγαίνω 2ωρες βόλτες το σκύλο. Και μετά βάζω GPS στο κινητό για να καταφέρω να επιστρέψω σπίτι.
Ακούω μάντρα για peace of mind και release of the pain στο Youtube στο κινητό. Και δεν προσέχω τι λέει το GPS και χάνομαι πάλι.
Απορώ που πέθανε σα να πέθανε χθες, ενώ είναι 1 χρόνος και 3 μήνες.
Ψωνίζω μια σειρά (ή και δέκα σειρές) από παντελώς άχρηστα πράγματα. Και ίσως μια μερίδα ακόμα pancakes.
Πληκτρολογώ το νούμερο του τηλεφώνου της, που εγώ η ίδια έκοψα πριν μήνες.
Κλαίω.
Αντιγράφω συνειδητά τον τρόπο που γελούσε. Και που μιλούσε. Και που σκεφτόταν εδώ που τα λέμε. Και ίσως και που αντιδρούσε κάποιες φορές.
Θέλω να αγκαλιάσω την αδελφή μου.
Στέλνω λυπητερά λυρικά μηνύματα στους φίλους μου μέσα στη μαύρη νύχτα. Το κάνω όλο και λιγότερο. Και εκείνοι μου απαντάνε με κατανόηση. Όλο και περισσότερο.
Φέρνω στο μυαλό μου στιγμές της παιδικής μου ηλικίας που όλα ήταν κανονικά. Τότε που η αίσθηση ότι όλα θα είναι πάντα έτσι δεν ήταν καν αίσθηση, αλλά δεδομένο ύπαρξης. Και νιώθω σα να με σκεπάζει ένα υπέροχο πουπουλένιο πάπλωμα.
Κλαίω.
Κλαίω περισσότερο. Μέχρι που το μάτι γίνεται σαν κουμπότρυπα. Και τελικά πάω για ύπνο.
Εύχομαι να τη δω στον ύπνο μου.
Χαίρομαι ξαπλωμένη πλέον, όταν σκέφτομαι ότι κάποια στιγμή σταματάω να κλαίω και πάω για ύπνο. Είναι αυτή ακριβώς η στιγμή που συνειδητοποιώ ότι με αγαπάω και με προστατεύω. Όπως έκανε και εκείνη.
Συνηθίζω. Δεν ξέρω σε τι ακριβώς και δεν θέλω καν να το αναλύσω. Συνηθίζω όμως.